- αφημερεύω
- ἀφημερεύω (Α)απουσιάζω για μία ημέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο-) + ημερεύω (Ι) < ημέρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀφημερεύειν — ἀφημερεύω to be absent for a day pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφημερεύοντας — ἀφημερεύω to be absent for a day pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)